στερέϊνος

στερέϊνος
στερέϊνος, ον,
A hard,

τόποι PLond.1.131r

.314 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στερέϊνος — ον, Α τραχύς, σκληρός («ἐν τοῑς στερεΐνοις τόποις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + κατάλ. ινος, κατά το πέτρινος] …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”